- όγκωμα
- το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ]εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμονεοελλ.ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» — ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστούβ. «γενειακό όγκωμα» — στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο μέσο και κάτω τμήμα τής πρόσθιας επιφάνειας τής κάτω γνάθουγ. «αυχενικό όγκωμα» — εφήμερο κύρτωμα που σχηματίζει ο επιμήκης άξονας τού εμβρύου στη θέση όπου σχηματίζεται αργότερα ο αυχέναςδ. «ινιακό όγκωμα» — ονομασία δύο επαρμάτων που βρίσκονται στην εξωτερική και στην εσωτερική επιφάνεια τού ινιακού οστούε. «λαγονοκτενικό όγκωμα» — επίμηκες έπαρμα που βρίσκεται στο σημείο συνοστέωσης τού ηθικού και τού λαγόνιου οστούστ. «μετωπιαία ογκώματα» — τα ογκώματα που αντιστοιχούν στους μετωπιαίους λοβούς τού εγκεφάλουζ. «βρεγματικά ογκώματα» — τα ογκώματα που βρίσκονται στις δύο πλευρές τού θόλου τού κρανίου)μσν.-αρχ.πιθ. αγκώνας.
Dictionary of Greek. 2013.